- ὀφθαλμίδιον
- ὀφθαλμίδιον, τό, Äuglein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τὠφθαλμιδίω — ὀφθαλμιδίω , ὀφθαλμίδιον neut nom/voc/acc dual ὀφθαλμιδίω , ὀφθαλμίδιον neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμίδιο — το (Α ὀφθαλμίδιον) [οφθαλμός] (υποκορ. τού οφθαλμός) ματάκι νεοελλ. εντομολ. 1. απλός οφθαλμός τών εντόμων, σε αντιδιαστολή προς τον σύνθετο 2. στρογγυλή δίχρωμη κηλίδα που βρίσκεται στις πτέρυγες τών εντόμων … Dictionary of Greek